τενοντολογία

τενοντολογία
η, Ν
ιατρ. τενοντογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, -οντος + -λογία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τενοντογραφία — η, Ν 1. περιγραφή τών τενόντων τού μυϊκού συστήματος, τενοντολογία 2. κλάδος τής ανατομικής σχετικός με την περιγραφή και την εξέταση τών τενόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + γραφία*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”